ξεπροβάλλω

ξεπροβάλλω
ξεπροβάλλω, ξεπρόβαλα βλ. πίν. 146

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ξεπροβάλλω — βγαίνω σιγά σιγά, κάνω την εμφάνιση μου, προβάλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ προβάλλω «εκδιώκω, αποβάλλω»] …   Dictionary of Greek

  • ξεπροβάλλω — ξεπρόβαλα, αμτβ., βγαίνω, εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι ξαφνικά: Ο ήλιος ξεπρόβαλε από την κορυφή του βουνού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υπερεκκύπτω — ΜΑ ξεπροβάλλω πάνω από κάτι, ανυψώνομαι πάνω από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἐκκύπτω «ξεπροβάλλω, σκύβω έξω, εξέρχομαι»] …   Dictionary of Greek

  • αναδύομαι — (Α ἀναδύομαι) ανέρχομαι στην επιφάνεια τού νερού νεοελλ. παρουσιάζομαι ξαφνικά, ξεπροβάλλω, ξεφυτρώνω αρχ. 1. οπισθοχωρώ, υποχωρώ, αποσύρομαι 2. κρατιέμαι μακριά από κάποιον ή κάτι, διστάζω, αποφεύγω 3. (για ποταμούς) εκλείπω, αφανίζομαι 4.… …   Dictionary of Greek

  • αποθρώσκω — ἀποθρῴσκω (Α) 1. πηδώ έξω από πλοίο («...νηός, ἀπὸ νηός»), κάτω από άλογο («...ἀπὸ τῶν ἵππων») 2. εκτινάσσομαι από τη νευρά του τόξου (για βέλος) 3. βγαίνω, ξεπροβάλλω («καὶ καπνὸν ἀποθρῴσκοντα νοῆσαι ἧς γαίης») 4. (για βράχο) αποσπώμαι και… …   Dictionary of Greek

  • αποχέω — ἀποχέω (Α) Ι. 1. εκχέω, χύνω έξω, σκορπίζω II. ( ομαι) 1. διασκορπίζομαι χάμω 2. (για στάχια) ξεπροβάλλω, ξεπετιέμαι …   Dictionary of Greek

  • εκκύπτω — ἐκκύπτω (AM) ξεπροβάλλω αρχ. 1. σκύβω έξω 2. εξέρχομαι 3. εξετάζω …   Dictionary of Greek

  • επιφύομαι — (AM ἐπιφύω και παθ. ἐπιφύομαι) [φύω, ομαι] 1. παθ. (και μτφ.) φυτρώνω, εκβλαστάνω από κάτι ως σάρκωμα ή εξόγκωμα, ως έκφυση (α. «τὸ δὲ ἱππομανές... ἐπιφύεται μέν, ὥσπερ λέγεται, τοῑς πώλοις, αἱ δὲ ἵπποι περιλείχουσι και καθαίρουσιν ἀποτρώγουσαι… …   Dictionary of Greek

  • ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… …   Dictionary of Greek

  • ξεβαίνω — (Μ ξεβαίνω και ἐξεβαίνω και ἐξηβαίνω) βγαίνω από κλειστό σε ανοιχτό χώρο μσν. 1. βγαίνω από τη φυλακή, αποφυλακίζομαι 2. απελευθερώνομαι 3. αποβιβάζομαι 4. φεύγω από κάποιον χώρο, αναχωρώ, απομακρύνομαι 5. αποχωρώ από εκδήλωση ή δραστηριότητα 6.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”